Ας πρυτανεύσει η λογική και όχι το θυμικό
Μετά την επίσημη ανακοίνωση των υποψηφίων βουλευτών όλα τα κόμματα και τα στελέχη θα ξεχυθούμε στις περιφέρειές μας, για να δώσουμε τον αγώνα που θα κρίνει την πορεία της Χώρας μας.
Πριν μπούμε όμως στα προεκλογικά προγράμματα και τα συνθήματα, θα ήταν φρόνιμο να κάνουμε μία ανασκόπηση των τελευταίων μηνών, για να δούμε πως και υπό ποιες συνθήκες βρεθήκαμε ξανά σε μία μη αναγκαία εκλογική αναμέτρηση.
Τον Ιανουάριο 2015 στις πρόωρες εκλογές, ο Ελληνικός λαός κλήθηκε να διαλέξει ανάμεσα στα πεπραγμένα της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ και τις λαϊκίστικες υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Υποσχέσεις που προέρχονταν από το περιβόητο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», λόγια ωραία και σαγηνευτικά για τα αφτιά των ταλαιπωρημένων από την οικονομική κρίση πολιτών. Από την ημέρα της παρουσίασής του ήταν όμως ολοφάνερο, ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να υλοποιηθεί. Ήταν ένα πρόγραμμα που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα, καμία σχέση με τις δυνατότητες της οικονομίας μας και καμία απολύτως σχέση με τις υποχρεώσεις μας προς τους δανειστές μας.
Οι πολίτες ψήφισαν με θυμικό και όχι με τη λογική. «Τιμώρησαν» την Νέα Δημοκρατία για τα σκληρά, ορισμένες φορές και άδικα, πλην όμως αναγκαία μέτρα λιτότητας που είχε επιβάλει και στράφηκαν προς το ΣΥΡΙΖΑ ελπίζοντας πως θα κρατήσει τις υποσχέσεις του. Θα αναφέρω μόνο την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, προεκλογική υπόσχεση που έκανε πολλούς να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, και το «σκίσιμο» του Μνημονίου.
Βρεθήκαμε με μία πραγματικά περίεργη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία το μόνο κοινό στοιχείο που είχε, ήταν η αντιμνημονιακή της στάση, ενώ ιδεολογικά την χώριζε μία άβυσσος. Έχοντας εξασφαλίσει όμως την πλειοψηφία στην Βουλή, η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου πήγε να διαπραγματευτεί με τους εταίρους μας. Πολύ γρήγορα έκανε σημαία της την πρώτη της «νίκη», την μετονομασία της Τρόικα σε «Θεσμούς» και την δέσμευση ότι οι διαπραγματεύσεις δεν θα γίνονταν στα υπουργεία αλλά στα ξενοδοχεία.
Η πολύμηνη δήθεν διαπραγμάτευση, εξελίχθηκε σε σόου του τέως Υπουργού Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη. Η περίοδος αυτή τα είχε όλα, αμέτρητες συνεντεύξεις του Υπουργού προς εγχώρια και ξένα ΜΜΕ, πάρα πολλά Eurogroup, τα οποία δεν μπορούσαν να πάρουν ουσιαστικές αποφάσεις, αφού η Ελληνική πλευρά στην πραγματικότητα δεν διαπραγματευόταν χαμένη στην «δημιουργική ασάφεια». Έτσι ασαφείς ήταν και οι προτάσεις που έκανε εκείνη την περίοδο το Ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών, όπως ήταν π.χ. η επιστράτευση τουριστών και νοικοκυρών που θα δρούσαν ως κρυφοί φοροελεγκτές. Κάπου εκεί οι εταίροι μας έχασαν την υπομονή αλλά κυρίως την εμπιστοσύνη τους προς την Ελλάδα και όλο περισσότερες χώρες άρχισαν να κρατούν επιφυλακτική έως και εχθρική στάση απέναντί μας.
Και ενώ από τα μέσα Ιουνίου μαθαίναμε ότι η Συμφωνία – άλλη μία «πετυχημένη» μετονομασία του Μνημονίου – είναι πολύ κοντά και καθαρογράφεται, την Παρασκευή 26 Ιουνίου ο απερχόμενος Πρωθυπουργός εγκαταλείπει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και προκηρύσσει αυτό το τερατώδες και διχαστικό Δημοψήφισμα. Ζήτησε από τον Ελληνικό λαό να μην αποδεχθεί την πρόταση των δανειστών για την Συμφωνία. Τι και αν οι εταίροι μας την πήραν πίσω; Στις 5 Ιουλίου ο Ελληνικός λαός κλήθηκε να ψηφίσει για μία πρόταση που δεν ίσχυε πια. Βρεθήκαμε στα πρόθυρα του Grexit, χάθηκε όση εμπιστοσύνη είχε απομείνει και απωλέσαμε τον πιο θερμό φίλο μας, τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Το 61% τάχθηκε εναντίον του προγράμματος και με αυτό το αποτέλεσμα, το οποίο ο κ. Τσίπρας είχε ζητήσει στα διαγγέλματά του, γύρισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Ακολούθησε μία Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ που διήρκησε 17 ώρες, όπου η Ελληνική πλευρά πιέστηκε πολύ. Το «όχι» του Ελληνικού λαού μεταφράστηκε από τον κ. Τσίπρα σε ένα μεγαλειώδες «ναι», το οποίο έφερε ένα εξεραίτικα ακριβό πακέτο διάσωσης αξίας 90 δις. Στις ψηφοφορίες που ακολούθησαν στη Βουλή, όπου πραγματικά παιζόταν το μέλλον της Χώρας, πολλοί Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισαν τα μέτρα. Η Νέα Δημοκρατία όμως, ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη, η οποία εξασφαλίζει και μάχεται πάντα για την Ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας, υπερψήφισε την Συμφωνία, όσο επώδυνη και αν ήταν αυτό για την παράταξη και τους Βουλευτές της.
Ο κ. Τσίπρας αποφάσισε να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές, μόνο για να ξεκαθαρίσει τα εσωκομματικά του προβλήματα, αδιαφορώντας για την τραγική κατάσταση που έχει περιέλθει η Χώρα. Αντί να κυβερνήσει επιτέλους, μία χώρα η οποία τους επτά τελευταίους μήνες έχει αφεθεί στη μοίρα της, αντί να προχωρήσει στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται από το τρίτο Μνημόνιο, αντί να σηκώσει τα μανίκια και να δουλέψει σκληρά για να περισώσει έστω και κάτι, επέλεξε να αποδράσει για άλλη μία φορά σε μία πολιτική αναμέτρηση, διεκδικώντας μάλιστα την αυτοδυναμία!
Ας αναλογιστούν οι Πολίτες τι έμεινε από την επτάμηνη διακυβέρνηση της «πρώτης φοράς Αριστερά». Παραμένει ο έλεγχος κίνησης κεφαλαίων – capital controls -, παραμένει το μεγάλο πλήγμα στην οικονομία που προκάλεσε το κλείσιμο των τραπεζών, παραμένουν τα παγωμένα προγράμματα του ΕΣΠΑ, παραμένει η στάση πληρωμών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες και βέβαια παραμένει η δυσπιστία των εταίρων μας. Παραμένει επίσης η αβεβαιότητα και ο φόβος για το αύριο, για τις συνέπειες ενός πανάκριβου και αχρείαστου τρίτου Μνημονίου, το οποίο μας επιβλήθηκε, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευτεί επί έξι μήνες. Όσο για τα υπόλοιπα, παραμένει ο ΕΝΦΙΑ, αυξήθηκε ο ΦΠΑ, αυξήθηκαν οι φόροι, μειώθηκαν οι συντάξεις και έπεται συνέχεια…
Ας αναλογιστούν οι Πολίτες πόσο σωστή ήταν η απόφασή τους, να ψηφίσουν με μόνο σύμβουλο το θυμικό. Αυτή την φορά όμως θα πρέπει να επικρατήσει η λογική και να εξετάσουμε χωρίς φανατισμό που ήμασταν τον Ιανουάριο και που βρεθήκαμε τον Σεπτέμβριο. Το αποτέλεσμα των εκλογών θα κρίνει, αν θα επανέλθουμε στην πολιτική ομαλότητα χωρίς πειραματισμούς, αν θα διασφαλίσουμε την Ευρωπαϊκή πορεία της Χώρας και πόσο γρήγορα θα ανακάμψει η οικονομία μας.
Η μόνη εγγυήτρια υπεύθυνη πολιτική δύναμη είναι το κατεξοχήν φιλοευρωπαϊκό κόμμα που έχει δικαιωθεί για όλες τις μεγάλες Εθνικές επιλογές του, η Νέα Δημοκρατία. Η παράταξη που έχει αποδείξει ότι ακόμη και στα πολύ δύσκολα επιτυγχάνει .