Διπλωματία και Ένοπλες Δυνάμεις προετοιμασμένες για “Θερμό” Ελληνοτουρκικό Φθινόπωρο
Τον περασμένο Ιούνιο, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν πραγματοποίησαν την πρώτη τους συνάντηση μετά τις εντάσεις του 2020, όπου συμφωνήθηκε η διατήρηση μίας ανοικτής γραμμής επικοινωνίας μεταξύ των δύο ηγετών και των στενών συνεργατών τους.
Το καλοκαίρι κύλησε με συχνές και ορισμένες φορές πυκνές παραβιάσεις του Ελληνικού Εναερίου Χώρου, τις συνηθισμένες ρητορικές προκλήσεις από την τουρκική πλευρά, αλλά και με προκλήσεις στην Κύπρο όπως η εξαγγελία για το άνοιγμα των Βαρωσίων.
Η πρόσφατη όμως παρενόχληση του ερευνητικού πλοίου «Nautical Geo» στα ανοιχτά της Κρήτης, έστω και αν έγινε μέσω ασυρμάτου, είναι σοβαρή και αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση Εθνικού κυριαρχικού δικαιώματος. Σημειώνεται ότι πριν από ένα χρόνο σε αυτήν την περιοχή οριοθετήθηκε η ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και έγινε διεθνώς αποδεκτή. Προκλητική εξαίρεση αποτελεί για άλλη μία φορά η Τουρκία!
Η συμπεριφορά της Τουρκίας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα υποστήριξε ο Πρόεδρος Ερντογάν στον ΟΗΕ, ότι δηλαδή η οριοθέτηση των θαλασσίων δικαιοδοσιών στην Ανατολική Μεσόγειο πρέπει να γίνει «στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και της καλής γειτονίας…». Προκλητικό και οξύμωρο, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Τουρκία είναι η χώρα που κατ’ εξοχήν δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο, δεν έχει κυρώσει την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
Καθώς αυτές οι συμπεριφορές απειλούν την σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, από το ίδιο βήμα, προειδοποίησε την διεθνή κοινότητα για τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης που ελλοχεύει εφόσον η Τουρκία συνεχίσει τις παράλογες και εκτός πλαισίου Διεθνούς Δικαίου διεκδικήσεις της στην Αν. Μεσόγειο, τονίζοντας ότι η Ελλάδα θα υπερασπιστεί τα εθνικά της κυριαρχικά δικαιώματα.
Και είναι αλήθεια ότι η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, τα δύο χρόνια της διακυβέρνησής της, έχει δώσει πολύ μεγάλη έμφαση στην διπλωματική και στρατιωτική ενδυνάμωση της Χώρας. Μάλιστα, στην πολιτική Διακήρυξη της πρόσφατης Συνόδου της EUMed-9 στην Αθήνα, η οποία είχε ως κύριο αντικείμενο την διαχείριση της κλιματικής αλλαγής από τα κράτη της Μεσογείου, συμπεριλήφθη και κοινή θέση κατά της τουρκικής προκλητικής συμπεριφοράς.
Παράλληλα, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν προχωρήσει στην υλοποίηση πολλών, σημαντικών εξοπλιστικών προγραμμάτων, ενώ οι εξοπλιστικές δαπάνες έχουν τριπλασιαστεί σε ετήσια βάση και σε βάθος δεκαετίας. Μάλιστα προ ολίγων ημερών, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα προμηθευτεί έξι επιπλέον Rafale, φτάνοντας συνολικά τα 24. Με τα νέα αυτά αεροσκάφη, με την αναβάθμιση των παλαιότερων, με την πρόσκτηση σύγχρονων Μονάδων (Belharra), συστημάτων και όπλων, με εκσυγχρονισμούς, κλπ, οι Ένοπλες Δυνάμεις ενισχύονται και ισχυροποιούνται, αυξάνεται συνεπώς σημαντικά η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας που είναι απαραίτητος παράγων για την διατήρηση της ειρήνης και σταθερότητας.
Μεταξύ των υποτιθέμενων «καλών προθέσεων» και των πράξεων της Τουρκίας υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα, που την κάνει απρόβλεπτη και επικίνδυνη. Γι’ αυτό άλλωστε η Ελληνική Κυβέρνηση έχει εργαστεί με επιμονή και με επιτυχία, τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο να ενισχύσει και να αναπτύξει περαιτέρω την σχέση της με σημαντικές χώρες. Σχέσεις που χαρακτηρίζονται ως στρατηγικές.
Πρόκειται για τακτική που ενοχλεί έντονα και σχολιάζεται εμπρηστικά από την Τουρκία σε κάθε ευκαιρία. Μάλιστα η αποστροφή του Ερντογάν στην ομιλία του στον ΟΗΕ περί ανάγκης εγκατάλειψης της «νοοτροπίας που αγνοεί την Τουρκία» στην Ανατολική Μεσόγειο, επιβεβαιώνει το γεγονός και το άγχος της γείτονος.
Η Ελλάδα έχει διδαχθεί πολλά από τις κρίσεις του 2020. Είναι καλύτερα προετοιμασμένη, έχει αυξήσει την αποτρεπτική της ικανότητα, είναι διπλωματικά πιο ισχυρή, αποτελεί έναν αξιόπιστο σύμμαχο και εταίρο, αναλαμβάνει σημαντικές πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο και έχει κάθε λόγο να κοιτάζει με αισιοδοξία στο μέλλον! Στο χέρι της Τουρκίας είναι αν θα ακολουθήσει τον δρόμο της συνεργασίας και της καλής γειτονίας με βάση πάντα το Διεθνές Δίκαιο, ή θα πάρει τον ολισθηρό δρόμο της έντασης, της απομόνωσης και των κυρώσεων.
Η Ελλάδα επιθυμεί το πρώτο, αλλά είναι απόλυτα έτοιμη και αποφασισμένη να αντιμετωπίσει το δεύτερο…
Άρθρο του Στέφανου Σωτ. Γκίκα
Δημοσιεύθηκε στο thepresident.gr στις 29/9/2021