Οι Σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους στην Αναθεώρηση του Συντάγματος
Προ ολίγων εβδομάδων η Βουλή των Ελλήνων, σε μια κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία, ολοκλήρωσε την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Αν και έχει θετικό πρόσημο, η συγκεκριμένη Αναθεώρηση δεν ήταν τόσο γενναία όσο ανέμεναν οι πολίτες.
Η Προτείνουσα Βουλή, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ κατείχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν έκανε αποδεκτή μία σειρά προτάσεων της Νέας Δημοκρατίας, που αφορούσαν μεταξύ άλλων την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων, την προστασία του Περιβάλλοντος, την απαγόρευση της αναδρομικής φορολογίας, την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, κ.α. Συνεπώς, δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς η ευκαιρία του εκσυγχρονισμού του Συντάγματός μας και της προσαρμογής του στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.
Κάνοντας μία ανασκόπηση στις συζητήσεις και στις προτάσεις που κατατέθηκαν από τα κόμματα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, οι οποίες – ευτυχώς κατά την άποψή μου – δεν έγιναν αποδεκτές, ούτε από την Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, ούτε από την Αναθεωρητική Βουλή.
Συγκεκριμένα, η Αξιωματική Αντιπολίτευση πρότεινε σοβαρές αλλαγές στο άρθρο 3 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Το άρθρο προβλέπει μεταξύ άλλων ότι η «Επικρατούσα Θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού» και πως η Εκκλησία της Ελλάδας «είναι αυτοκέφαλη», διοικείται από την Ιερά Σύνοδο και την Διαρκή Ιερά Σύνοδο και «συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας».
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε να προηγηθεί του άρθρου η πρόταση «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», φράση που ουσιαστικά καταργεί το νόημα της «Επικρατούσας Θρησκείας». Φυσικά δεν έγινε αποδεκτή από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Άκαρπη έμεινε και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να εισαχθεί «ερμηνευτική δήλωση», η οποία θα διευκρινίζει πως «ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας».
Το άρθρο 3 ορίζει επιπλέον, ότι επίσημη μετάφραση του κειμένου της Αγίας Γραφής σε άλλη γλώσσα απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Διάταξη της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε την διαγραφή.
Επιπλέον, η Αξιωματική Αντιπολίτευση ζήτησε να τροποποιηθεί και το άρθρο 13 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων πως «κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο, που ορίζει και τον τύπο.» Καθώς αυτό – προφανώς – δεν καλύπτει τον ΣΥΡΙΖΑ, πρότεινε μια προσθήκη η οποία θα επέβαλλε: «η ορκωμοσία των κρατικών αξιωματούχων, των δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων να γίνεται αποκλειστικά με πολιτικό όρκο».
Φρονώ ότι οι συγκεκριμένες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλοιώνουν εν τοις πράγμασι τους δεσμούς της κοινωνίας μας με την Εκκλησία, την Θρησκεία μας και τις παραδόσεις μας, που αποτελούν αναλλοίωτα χαρακτηριστικά του Ελληνικού Έθνους.
Η αναγνώριση της «Επικρατούσας Θρησκείας» από το Σύνταγμά μας, δεν συνεπάγεται επιταγή, καθώς δεν επιβάλλεται σε κανέναν πολίτη της Ελλάδας να την ασπαστεί. Επιπλέον, η προσθήκη της «ερμηνευτικής δήλωσης» θα αποτελούσε κρυφή ομολογία πως στην Ελλάδα, πιστοί άλλων Θρησκειών βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, πράγμα που είναι αναληθές. Ο δε υποχρεωτικός πολιτικός όρκος για τους κρατικούς αξιωματούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους αποτελεί περιορισμό των ελευθεριών των πολιτών, ο οποίος – αν περνούσε η συγκεκριμένη πρόταση – θα κατοχυρωνόταν στο Σύνταγμα!
Η Εκκλησία και η Θρησκεία μας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς μας ως Έλληνες, της ιστορίας μας, αλλά και συνεκτικό κρίκο του πολιτισμού μας. Για αυτό άλλωστε συναντούσαμε και συναντάμε τις προαναφερόμενες αναφορές στα Συντάγματά μας. Ωστόσο, είμαστε μια δημοκρατική και ελεύθερη χώρα, που και ανεξιθρησκία επικρατεί και κανένας πολίτης δεν εμποδίζεται στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις…
Άπορίας άξιον, λοιπόν, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αγνοεί τόσο προκλητικά τις θρησκευτικές παραδόσεις μας, την Ιστορία μας και τα καλέσματα των καιρών…
Άρθρο του Στέφανου Σωτ. Γκίκα
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ» στις 15/12/2019